θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία → loyalty dies and disloyalty is born
το, Ν περιστέρι1. υποκορ. μικρό περιστέρι («περιστεράκι θα γενώ να κάτσω στο λαιμό σου»)2. θωπευτικό επίθετο ωραίων ή αγαπημένων γυναικών3. μτφ. αθώα τρυφερή ύπαρξη.