περιτοίχισμα

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

το, Ν περιτοιχίζω
1. ο τοίχος που περικλείει έναν χώρο
2. η περιτοίχιση
3. περιτοιχισμένος χώρος.