περιφρουρώ

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

-έω, ΝΜΑ
1. φρουρώ, τοποθετώ φρουρούς σε όλα τα μέρη
2. προφυλάσσω, προστατεύω από οποιονδήποτε κίνδυνο.