πεταλίδα

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. θαλάσσιο προσωβράγχιο γαστερόποδο, μέτριου μεγέθους, που ζει στην παράκτια ζώνη όλων τών θαλασσών και ανήκει στο γένος patella.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pattela, πιθ. με επίδραση του πέταλο (βλ. και πατελίδα)].