πετούμενος

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος («πουλί πετούμενο έγινε πια ο άνθρωπος)
2. το ουδ. ως ουσ. το πετούμενο
το πτηνό, το πουλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. πετώ σχηματισμένη με κατάλ. -ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. μελλούμενος, πλεούμενα, χρειαζούμενα)].