πετρεντινάκτης
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
πετρεντινάκτου, ὁ, shaker of rocks, of Poseidon, PMag.Par.1.183.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που εκτινάσσει βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ἐντινάσσω «ρίχνω, εκσφενδονίζω»].
Léxico de magia
ὁ golpeador de rocas ref. a Tifón κραταιὲ Τυφῶν, ... νυκταστράπτα, ψυχ<ρ>οθερμοφύσησε, πετρεντινάκτα poderoso Tifón, el que relampaguea en la noche, que exhalas frío y calor, golpeador de rocas P IV 183