Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πευκόφυτος

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
φυτεμένος με πεύκα, γεμάτος πεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + -φυτος (< φύω, φύομαι), πρβλ. δενδρόφυτος].