πεύθω

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

Α
βλ. πεύθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυνθάνομαι.