πηγαινέλα

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

και πηγαινοέλα, το και τα, Ν·το να πηγαινοέρχεται κανείς, συχνή μετάβαση και επάνοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήγαινε + έλα].