πηδηχτός

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

και πηδητός, -ή, -ό, Ν πηδώ
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την τάση να πηδάει
2. εκείνος που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ πηδηχτός μάς ήρθε»)
3. αυτός που εκτελείται με πηδήματα («πηδηχτός χορός»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο πηδηχτός
ονομασία χορού.
επίρρ...
πηδηχτά
με πηδήματα.