πηλάλα

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source

Greek Monolingual

και πιλάλα, η, Ν
1. το γρήγορο τρέξιμο
2. (ως επίρρ.) γρήγορα, πηλαλώντας («έφυγε πηλάλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηλαλώ].