πιθανοφάνεια
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
η, Ν πιθανοφανής
η ιδιότητα του πιθανοφανούς, το να φαίνεται κάτι πιθανό.