πιθηκοκέντριον

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

τὸ, Μ
συγκέντρωση πιθήκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + κέντρον.