πικρόκαρδος

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πικρή καρδιά, εχθρική, φθονερή διάθεση.