πιπί

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. (στη γλώσσα τών νηπίων) το αιδοίο του βρέφους και, ιδίως, του κοριτσιού
2. συνεκδ. η ούρηση ή τα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της βρεφικής ηλικίας (πρβλ. γαλλ. pipi)].