πλέξη

From LSJ

Greek Monolingual

η / πλέξις, ΝΑ πλέκω
η ενέργεια του πλέκω, πλέξιμο, ύφανση
νεοελλ.
ο τρόπος με τον οποίο πλέκεται ή πλέχθηκε κάτι, είδος πλεξίματος.