πλαγιοφορούμαι

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

-έομαι, Α
κείμαι λοξώς, πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φοροῦμαι «μεταφέρομαι, φέρομαι»].