πλουσιόψυχος
From LSJ
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
English (LSJ)
πλουσιόψυχον, generous, Heph.Astr.1.1.
Greek Monolingual
-ον, Α
πλούσιος στην ψυχή, γενναιόψυχος, γενναιόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].