πλουτοκράτης
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
Greek Monolingual
ο, θηλ. πλουτοκράτισσα, Ν
1. αυτός που επικρατεί με τον πλούτο, που είναι ισχυρός επειδή διαθέτει περιουσία, κεφαλαιοκράτης
2. αυτός που ανήκει στην τάξη τών πλουσίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούτος + -κράτης (< κράτος), κατά το αριστο-κράτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πλουτοκράται, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].