πλύσμα
From LSJ
διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)
διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)
Full diacritics: πλύσμα | Medium diacritics: πλύσμα | Low diacritics: πλύσμα | Capitals: ΠΛΥΣΜΑ |
Transliteration A: plýsma | Transliteration B: plysma | Transliteration C: plysma | Beta Code: plu/sma |
v. πλύμα.
[Seite 639] τό, = πλύμα, wird bezw.
πλύσμα: ατος τό атт. = πλύμα.
πλύσμα: ἰδὲ ἐν λ. πλύμα.
-ατος, τὸ Α
βλ. πλύμα.