πνευματόλυση
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
Greek Monolingual
η, Ν
(ορυκτ.) ο μετασχηματισμός ενός πετρώματος λόγω κρυστάλλωσης ορυκτών υπό την επίδραση μεταφερόμενων μαγματικών αερίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatolyse (< πνεύμα, -ατος + λύση)].