ποίμανσις

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek (Liddell-Scott)

ποίμανσις: -εως, ἡ, τὸ ποιμαίνειν, κυβερνᾶν, Γεωργ. Παχυμ. βίος Ἀνδρ. Παλαιολ. σ. 101Β, κλπ.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, Μ ποιμαίνω
(για πνευματικούς ή θρησκευτικούς αρχηγούς) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ποιμαίνω, καθοδήγηση.