ποδοφιλώ

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

-έω, Μ
φιλώ, ασπάζομαι τα πόδια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -φιλῶ (< -φιλης < φίλος), πρβλ. παιδοφιλώ].