Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποδόφρενο

From LSJ

Greek Monolingual

το, Ν
τεχνολ. τύπος πέδης, φρένου που λειτουργεί όταν ένας μοχλός πιέζεται με το πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + φρένο].