ποικιλόδωρος

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

German (Pape)

[Seite 650] Mannichfaltiges schenkend, an mancherlei Gaben reich, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόδωρος: -ον, ὁ ποικίλα διδοὺς δῶρα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 15.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει ή, κυρίως δίνει, ποικίλα δώρα, αιολόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].