πολεμόχαρος
From LSJ
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
Greek Monolingual
-η, -ο
πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιόχαρος].
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
-η, -ο
πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιόχαρος].