πολιοφυλακώ

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
(για στράτευμα) φυλάσσω την πόλη («μὴ... τῆς ἐλπίδος ἀντιλαμβανόμενος ἐπὶ τὸ πολιοφυλακεῖν ὁρμήσῃ καὶ τρίβειν τὸν πόλεμον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολιο- της δωρ. γεν. πόλιος της λ. πόλις + -φυλακῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ον. πολιοφύλαξ (πρβλ. οδοφυλακώ)].