πολιτευτικός
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek (Liddell-Scott)
πολιτευτικός: -ή, -όν, πολ. μετριοπάθεια, πολ. θέμις, πολ. φρόνησις, πολ. σχῆμα Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 302, 15. τ, Β΄, σ. 44. 5, 47, 16, 108, 4, ἔκδ. Λ. ― Ἐν τῷ Θησ. Στ. κεῖται μόνον τὸ πολιτευτικῶς ἐκ τοῦ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ., ἀλλὰ μὲ σημείωσιν: «sed. cod Raven. et Ven. πολιτικῶς», ὥστε ἠπιστήθη ἐκεῖ ἡ λέξις· Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ πολιτευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολιτευτή («πολιτευτική μετριοπάθεια», Μιχ. Ακόμ.).