πολιτευτής
From LSJ
English (LSJ)
πολιτευτοῦ, ὁ, statesman, Artem.1.79, Sch.Ar.Eq.161.
German (Pape)
[Seite 657] ὁ, der sich mit der Verwaltung der Staatsangelegenheiten beschäftigt, der Staatsmann, Sp.; von den Atticisten verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
πολῑτευτής: -οῦ, ὁ, ὁ πολιτευόμενος, δημαγωγός, Ἀρτεμίδ. 1. 79, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνσταντίνου 3. 1. ― Κατὰ Μοῖρ. (σ. 326) «πολιτεύειν καὶ πολιτεύεσθαι λέγεται, πολιτευτὴς οὐ λέγεται, ἀλλὰ δημαγωγὸς παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, πολιτευτὴς ἑλληνικῶς», κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πολιτεύομαι
πρόσωπο που μετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου επιδιώκοντας την ανάδειξη του σε αιρετή αρχή, ιδίως βουλευτικό αξίωμα, πολιτικός.