πολιτικολόγος

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που πολιτικολογεί, που συζητά διαρκώς για πολιτικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + -λόγος. Η λ., στον πληθ. πολιτικολόγοι μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].