πολιότητα

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source

Greek Monolingual

η / πολιότης, -ητος, ΝΜΑ πολιός
το να έχει κάτι λευκό ή υπόλευκο χρώμα, η φαιότητα.