πολυθαλής

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πολλά άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θαλής (< θάλος, το «βλαστός» < θάλλω), πρβλ. ετεροθαλής].