πολυκερδία

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, = πολυκέρδεια, Adamant. phys. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκερδία: ἡ, = πολυκέρδεια, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 26.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δ. ανάγν.) βλ. πολυκέρδεια.