πολύγονο
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
Greek Monolingual
το / πολύγονον, ΝΑ
(θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην τάξη πολυγονώδη, οικογένεια πολυγονίδες
αρχ.
φρ. α) «πολύγονον ἄρρεν» — το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το άρρεν
β) «πολύγονον θῆλυ» — το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το παφάλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γονος < γόνυ, γόνατος (πρβλ. και πολυγόνατος)].