πορθμεύτρια

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

German (Pape)

[Seite 683] ἡ, fem. zu πορθμευτής, Sp.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
βλ. πορθμευτής.