ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
-έω, Α1. ανοίγω τους πόρους ενός σώματος2. φρ. «σώμα πεποροποιημένον» — σώμα που έχει πόρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + -ποιῶ].