πορφυρένιος
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
πορφυρός, αυτός που έχει το χρώμα της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρένιος)].
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
-α, -ο, Ν
πορφυρός, αυτός που έχει το χρώμα της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρένιος)].