πορφυρένιος

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
πορφυρός, αυτός που έχει το χρώμα της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρένιος)].