πορφυρόφυτος
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
Greek Monolingual
-ον, Μ
ο πορφυρογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + φυτός (< φύω / φύομαι), πρβλ. ελαιόφυτος].