πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ο, Νζωολ. είδος αγριόχοιρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. potamochoerus (< ποταμός + χοίρος)].