οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
το / ποτόν, ΝΜΑ
1. καθετί που πίνεται («σιτία καὶ ποτά», Πλάτ.)
νεοελλ.
οινοπνευματώδες ή αναψυκτικό παρασκεύασμα
αρχ.
πόσιμο νερό («Σπερχειός ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρημ. επιθ. ποτός.