πουντέλι
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Greek Monolingual
το, Ν
ξύλινο ή μεταλλικό αντέρεισμα, μικρός στύλος υποστήριξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puntello «υποστήριγμα»].