πουντέλι
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
Greek Monolingual
το, Ν
ξύλινο ή μεταλλικό αντέρεισμα, μικρός στύλος υποστήριξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puntello «υποστήριγμα»].