πουντέλι

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

το, Ν
ξύλινο ή μεταλλικό αντέρεισμα, μικρός στύλος υποστήριξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puntello «υποστήριγμα»].