Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
το, Ν
άκλ.
1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, πωρόλιθος
2. ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται ως επίστρωμα σε δόντια, σε δοχεία βρασμού ή σε σωλήνες, ίζημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωρί(ον), υποκορ. του αρχ. πώρος. Για την τροπή του -ω- σε -ου-, πρβλ. κώδων: κουδούνι, πῶλος: πουλάρι].