πρεσβηίς

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβηίς: -ίδος, ἡ, = πρέσβα, πρεσβηὶς τιμή, ἡ ὑψίστη ἢ ἀρχαιοτάτη τιμή, Ὕμν. Ὁμ. 29. 3.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Μ
πρέσβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα -ίς (πρβλ. βασιληίς)].

Middle Liddell

πρεσβηίς, ίδος, ἡ, = πρέσβα
πρεσβηὶς τιμή the highest or most ancient honour, Hhymn.