πριμουλίδες
From LSJ
Greek Monolingual
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη πριμουλώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. primulaceae < νεολατ, primula (veris) «αυτό που γεννιέται πρώτο την άνοιξη» < λατ. primulus, υποκορ. του primus «πρώτος»].