πριμουλώδη

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, στην οποία ανήκουν τρεις οικογένειες, β4 γένη και 2.000 περίπου είδη.