προέλαση

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

η / προέλασις, -άσεως, ΝΜΑ προελαύνω
η γρήγορη μετακίνηση στρατιωτικού τμήματος προς τα εμπρός χωρίς ουσιαστική αντίσταση του εχθρού
μσν.
η πομπή.