προαίσθημα

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το, Ν
1. οτιδήποτε προαισθάνεται κανείς, η ασαφής αίσθηση ότι κάτι πρόκειται να συμβεῖ
2. ιατρ. το σύνολο τών αόριστων συμπτωμάτων τα οποία προαναγγέλλουν την προσβολή ενός ατόμου από μια νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαισθάνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστ. Α. Σίμο].