προαίσθηση

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

η / προαίσθησις, -ήσεως, ΝΑ προαισθάνομαι
η ενέργεια του προαισθάνομαι, το να αισθάνεται κανείς από πριν κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί στο μέλλον.